Η περιοχή και ιδιαίτερα η ορεινή της ζώνη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ενδοχώρα του Μυστρά. Ο Μυστράς υπήρξε, τουλάχιστον από τα μέσα του 13ου αιώνα, ο δεσπόζων οικισμός όχι μόνο στην ανατολική πλαγιά του Ταϋγέτου αλλά και σε όλη τη Λακεδαίμονα, εφόσον επιλέχθηκε ως περιφερειακή έδρα από τρεις διαδοχικές αυτοκρατορίες, φραγκική, βυζαντινή και οθωμανική, καθώς και από άλλη μία αποικιακή δύναμη, τη Βενετική Δημοκρατία, η οποία συνυπήρξε για μακρά διαστήματα με τους ανταγωνιστές της και μάλιστα στο γύρισμα του 17ου προς τον 18ο αιώνα κατόρθωσε να τους εκτοπίσει και να κυριαρχήσει αυτή στην Πελοπόννησο.
Το όνομα Βαρσινίκος προέρχεται από τη σλαβική λέξη «βρσνίκ» που σημαίνει «ύψωμα» και «κορυφή» και έφτασε στις μέρες μας με την παραλλαγή του αρχικού «β» σε «μπ» (Μπαρσινίκος), κατά τα φωνητικά πρότυπα της ελληνικής των νεότερων χρόνων. Το τοπωνύμιο, εφόσον περιγράφει φυσική διαμόρφωση και όχι ανθρώπινο δημιούργημα, δεν φανερώνει από μόνο του τους οικιστές του τόπου, αν και είναι φανερή η επήρεια της σλαβικής παρουσίας στην Πελοπόννησο, μετά τον 7ο αιώνα. Όπως συμβαίνει με πολλά τοπωνύμια τα οποία καθιερώθηκαν στη διάρκεια του βυζαντινού μεσαίωνα, πιθανόν προέρχεται κι αυτό από αυτόχθονες υπηκόους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, γλωσσικά επηρεασμένους από τη γειτνίαση ή τη συγκατοίκησή τους με κάποιο σλαβικό φύλο· και επικράτησε, διότι δεν προέκυψε εξέχουσα αιτία ή δεν βρέθηκε παράγοντας με τοπική επιρροή ισχυρότερη από την αδράνεια της παράδοσης που να το αλλάξει. Παρόμοια σλαβική φωνητική επιρροή απαντάται βορειότερα με τη Βάρσοβα, το χωριό με τη σημερινή ονομασία Αγία Ειρήνη.
Η παλαιότερη ένδειξη κατοίκησης του Μπαρσινίκου βρίσκεται στην απογραφή του πληθυσμού της Πελοποννήσου του 1700, η οποία διενεργήθηκε κατ’ εντολή και για λογαριασμό των βενετικών αρχών από τους ιερείς των χωριών, που ήσαν εγγράμματοι και άρα ικανοί να συντάξουν ένα δελτίο. Τα δελτία αποστέλλονταν στις περιφερειακές αρχές, στην περίπτωσή μας στον Μυστρά, από όπου διαβιβάζονταν στον Ενετό προβλεπτή, στο Ναύπλιο.